Ο Δήμος Ηρακλείου δεν έχει ένα ενιαίο κτίριο για να στεγάσει όλες τις υπηρεσίες του. Το κεντρικό κτίριο όπου στεγάζονται το Γραφείο Δημάρχου, τα Γραφεία Αντιδημάρχων, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, η αίθουσα που συνεδριάζει το Δημοτικό Συμβούλιο και οι Διοικητικές και Οικονομικές Υπηρεσίες του Δήμου, βρίσκεται στην Ενετική Λότζια, στη συμβολή των οδών Αγίου Τίτου και 25ης Αυγούστου. Επίσης χρησιμοποιούνται και τα παρακάτω κτίρια:
Η Λότζια - Ιστορικό
Η Λότζια ήταν κατά την ενετοκρατία ο επίσημος χώρος συγκέντρωσης ευγενών και αρχόντων που συζητούσαν για διάφορα θέματα οικονομικά, εμπορικά, πολιτικά που απασχολούσαν την πόλη, ή περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, κάτι σαν συνδυασμός ενός σημερινού επιμελητηρίου και λέσχης. Αποτελεί απαραίτητο δημόσιο οικοδόμημα σε κάθε ενετική πόλη, που δεν λείπει ούτε από τις αποικίες της εποχής. Για την Candia, τωρινό Ηράκλειο, θεωρείται ένα από τα κομψότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της ενετικής περιόδου, δείγμα του παλλαδιανού ρυθμού. Η κατασκευή που σώζεται σήμερα είναι η τέταρτη κατά σειρά, οι άλλες που έγιναν κατά καιρούς εγκαταλείφθηκαν λόγω της θέσης τους ή καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου. Η τελευταία κτίστηκε περίπου το 1628 από τον γενικό προβλεπτή Φραγκίσκο Μοροζίνη, γνωστό και από την ομώνυμη κρήνη στο κέντρο της πόλης. Βρίσκεται δίπλα στην οπλαποθήκη (Armeria) και πρόκειται για ορθογώνιου σχήματος διώροφο κτίσμα με κίονες δωρικού ρυθμού στο ισόγειο και κίονες ιωνικού ρυθμού στον α' όροφο. Στις γωνίες υπήρχαν τετράγωνες παραστάδες. Το μεταξύ των κιόνων τμήμα στο ισόγειο είχε χαμηλό θωράκιο, ενώ το μεσαίο ήταν ανοικτό και αποτελούσε την κυρία είσοδο που ήταν επί της σημερινής οδού 25ης Αυγούστου που τότε ήταν γνωστή με το όνομα Ruga Maistra. Στο επάνω μέρος του ισογείου υπήρχε διάζωμα που αποτελούνταν από τρίγλυφα και μετώπες στις οποίες εικονίζονταν ανάγλυφα διάφορες παραστάσεις όπως ο λέοντας του Αγ. Μάρκου, τρόπαια, πανοπλίες και άλλα. Το αντίστοιχο διάζωμα του ορόφου, που δεν έγινε, στήριζε κορωνίδα δρύφακτο με αγάλματα.
Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους η λότζια χάνει την παλιά της
ταυτότητα και αίγλη. Ο νέος κατακτητής δεν είχε ανάγκη για τέτοιου είδους
οικοδόμημα που μετατρέπεται τώρα σε έδρα του ανώτατου οικονομικού
υπαλλήλου, του Τεφτερδάρη και του Γραμματικού της
Πόρτας που ήταν χριστιανός υπάλληλος, υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση υποθέσεων
μεταξύ των χριστιανών κατοίκων και της τουρκικής αρχής. Στη δικαιοδοσία του
Τεφτερδάδη ανήκε και η οπλαποθήκη (τζεπχανές). Η περιπέτεια της λότζιας
συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση. Η «Κρητική Πολιτεία» προτείνει το οίκημα
να χρησιμοποιηθεί ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά όμως, από ένα σεισμό που έγινε,
κρίθηκε ότι το κτίριο δεν ήταν ασφαλές και εγκαταλείφθηκε η ιδέα του να στεγαστεί
εκεί το Μουσείο. Αργότερα το 1904 θεωρήθηκε ετοιμόρροπο και άρχισε, δυστυχώς
η χωρίς επιμέλεια, κατεδάφιση του α' ορόφου. Τον επόμενο χρόνο παραχωρήθηκε στο
Δήμο, μαζί με την Αρμερία, για να στεγάσει τις υπηρεσίες του. Θα περάσουν όμως
10 χρόνια προκειμένου να τοποθετηθεί επίσημα ο θεμέλιος λίθος για την αναστήλωση του κτιρίου. Την γενική επιμέλεια των εργασιών είχε ο Maximilian
Ongaro, που ήταν έφορος των καλλιτεχνικών μνημείων της Βενετίας. Και πάλι όμως
οι εργασίες καθυστέρησαν. Στο τέλος 1934 παραδίδεται σε χρήση το κτίριο της
οπλαποθήκης για την εγκατάσταση μερικών υπηρεσιών του Δήμου.
Μετά από χρόνια και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν και πάλι οι
εργασίες ανοικοδόμησης του Μνημείου και της σύνδεσής του με την Αρμερία μέσω
ενός αιθρίου. Σήμερα στον α' όροφο έχει διαμορφωθεί ειδική αίθουσα τελετών και
συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου που έχει επιπλωθεί και διακοσμηθεί
ανάλογα. Επιστέγασμα όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η βράβευση το 1987 από το
Διεθνή Οργανισμό Europa Nostra για την πλέον επιτυχή αναστήλωση ιστορικού
κτιρίου με σύγχρονη χρήση στον ελληνικό χώρο.