ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ηράκλειο 22-03-2015
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΩΝ ΒΕΝΙΖΕΛΩΝ
«Μνήμη Ελευθερίου Βενιζέλου»
Ευχαριστώ θερμά την Αντιπεριφέρεια Κρήτης, τον Δήμο Χανιών και το «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών “Ελευθέριος Βενιζέλος”» για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ομιλητής στη σημερινή εκδήλωση μνήμης του κορυφαίου πολιτικού της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι προσωπικότητες που κατακτούν εξέχουσα θέση στην Ιστορία μιας χώρας, υπερβαίνουν τις χρονικές διαστάσεις της εποχής κατά την οποία έζησαν και πραγματοποίησαν το έργο τους. Οι σπάνιες αυτές μορφές, που συγκέντρωσαν τις ύψιστες αρετές ενός λαού, αποτελούν εφεξής και μια θεμελιώδη συνισταμένη του. Με την παρέλευση των ετών προσλαμβάνουν ηρωικές και μυθικές διαστάσεις. Μέσω της δράσης και της ακτινοβολίας τους, αποκαλύπτονται συνάμα και τα ιστορικά όρια ενός λαού. Φανερώνονται οι πραγματικές δυνατότητες των ανθρώπων ενός τόπου, όταν βρεθούν σε αγαστή συνεργασία κι επικοινωνία μ’ έναν ιδιοφυή πολιτικό ηγέτη.
Αναμφίβολα η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου εντάσσεται σε τούτο το λαμπρό πάνθεον των ξεχωριστών. Τα 79 χρόνια που πέρασαν από το θάνατό του, δεν κλόνισαν τη θέση του στις συνειδήσεις των Ελλήνων, δεν ξεθώριασαν τη μεγαλειώδη πορεία του στα δρώμενα της Κρητικής Ιστορίας, αρχικά, και μετέπειτα στην πυρετώδη διαδρομή συνολικά της χώρας μας, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Με τη δράση του, με τις επιλογές του, με τον απαρομοίαστο ψυχισμό και την αίγλη του, σφραγίζει ακόμη τη μοίρα του τόπου μας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε η ιδανική ενσάρκωση του ιστορικού πνεύματος της Κρήτης. Η μακραίωνη σειρά των αιματηρών αγώνων για την κατάκτηση της Ελευθερίας στο νησί, που υπέστη ανήκουστα δεινά κάτω από τον τουρκικό ζυγό, είχε ενσταλάξει στις ψυχές των Κρητών την αξία της θυσίας, της φιλοπατρίας, αλλά και ακατάβλητο σθένος. Αυτά στάθηκαν και τα βιώματα του Βενιζέλου από την ημέρα που είδε το φως της ζωής, και σε τούτες τις διαστάσεις διαμόρφωσε τους ορίζοντες των οραμάτων του, χαλύβδωσε τη θέλησή του, και ολοκλήρωσε τον χαρακτήρα του.
Τα πρώτα 46 χρόνια της ζωής του, μέχρις ότου αναχωρήσει από την Κρήτη, καθόρισαν την υπόστασή του και τα επόμενα 26 έτη, που έμελλε να φωτίσει σαν ήλιος τις τύχες της Ελλάδας, διπλασιάζοντας την εδαφική έκτασή της.
Σήμερα, έπειτα από πολυάριθμες ιστορικές μελέτες, γνωρίζουμε επαρκώς ότι η πρόσκληση που απηύθυνε το 1909 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στον Ελευθέριο Βενιζέλο: να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν ήταν ένα τυχαίο, συγκυριακό αποτέλεσμα. Υπαγορεύθηκε όχι μόνο από την ανάγκη καίριας διευθέτησης του ελληνικού πολιτικού ζητήματος, από το γενικό κλίμα προσδοκιών που είχε καλλιεργηθεί με τις πρωτοβουλίες του Συνδέσμου, αλλά και από ορθολογικές εκτιμήσεις: Ο Βενιζέλος, με τη δράση του στην Κρήτη, είχε εκφράσει στην πράξη τη διττή προσήλωση στην εθνική ιδέα και στους δημοκρατικούς θεσμούς, και είχε συνάμα αναδειχθεί δυναμικός φορέας αντιλήψεων και μεθόδων που έβρισκαν ευνοϊκή απήχηση στο χώρο των επαναστατών.
Συνδυάζοντας αμέσως τις απαράμιλλες ικανότητές του, τις εμπειρίες από τη μακρόχρονη πρωταγωνιστική συμμετοχή του στα γεγονότα της Κρήτης, με οραματική και ρεαλιστική προοπτική, με βαθυστόχαστη αποτίμηση του παρόντος και του μέλλοντος, θα ηγηθεί μιας χώρας που είχε παρακμάσει πριν ακόμη προλάβει να εξελιχθεί. Αναλαμβάνοντας το μεγαλόπνοο εγχείρημα εκσυγχρονισμού της και εμπέδωσης Κράτους Δικαίου: ανασυγκρότησε τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τις ένοπλες δυνάμεις, μεταρρύθμισε τις δομές του παλαιού κράτους και δημιούργησε ένα καινούριο. Με την καταιγιστική παρουσία του που έδωσε πρωτόγνωρη πίστη, αυτοπεποίθηση κι ενθουσιασμό στον ελληνικό λαό: οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η συνεργασία του με την Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο, οι μεθοδικές διπλωματικές κινήσεις του, οι πολυσήμαντες Συνθήκες Βουκουρεστίου, Σεβρών, Λωζάννης, θ’ αλλάξουν για πάντα τη Μοίρα της Ελλάδας.
Τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα της μακράς διαδρομής του, είναι γνωστά σε όλους μας. Για να σχηματίσουμε μια εικόνα, έστω και μερική, που πιθανώς ερμηνεύει αυτή τη μοναδική και ασύγκριτη πορεία και τις πολιτικές αποφάσεις του, θα πρέπει να στραφούμε σε κάποια σταθερά σημεία της συνείδησης και της ιδιοσυγκρασίας του.
Θεμελιακό στοιχείο του χαρακτήρα του υπήρξε η απέχθειά του προς τη Δημαγωγία. Ουδέποτε ζήτησε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του λαού με ταπεινά μέσα. Η προσήλωση στην αλήθεια –στην επώδυνη πολλές φορές αλήθεια– ήταν πάντα ο κώδικας επικοινωνίας του με τον κόσμο. Στην εξομολογητική ομιλία που εκφώνησε στην πλατεία Συντάγματος, στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, νεοφερμένος στην ελληνική πολιτική σκηνή, θα αναφέρει τις αρχές που διέπουν τη συνείδησή του:
«Η ιθύνουσαν την πολιτείαν μου κεντρική αρχή είναι ότι ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχη γνώμονα πάσης αυτού πράξεως το κοινόν συμφέρον και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσση άνευ τινος ενδοιασμού το τε συμφέρον του κόμματος εις ο ανήκει και το των μελών του κόμματος τούτου, ότι οφείλει να έχη πάντοτε το θάρρος των γνωμών αυτού, μηδέποτε θυσιάζων ταύτας δια να γίνεται αρεστός προς τα άνω ή προς τα κάτω, ότι προς την εξουσίαν πρέπει να αποβλέπη ουχί ως σκοπόν, αλλ’ ως μέσον προς επιτυχίαν άλλου υψηλοτέρου σκοπού…»
Λίγο αργότερα, ενώ το πλήθος των συγκεντρωμένων ζητούσε επιμόνως: «Εθνοσυνέλευση Συντακτική», ο Βενιζέλος, γνωρίζοντας ότι μια ρήξη με τη βασιλική δυναστεία εκείνη την ώρα θα προκαλούσε εθνικό διχασμό, δεν θέλησε να δώσει ψεύτικες προσδοκίες, να προσεταιρισθεί τη ιαχή των συνθημάτων και απάντησε με αποφασιστικότητα:
«Είπα! Αναθεωρητική».
Στις 22 Οκτωβρίου 1911, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, κατακεραυνώνει την προσπάθεια κολακείας του λαού από τις κομματικές παρατάξεις, τη στείρα προγονολατρεία, την αδράνεια και οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας, και την άγονη ελπίδα συμπαράστασης από ξένες δυνάμεις. Αναφέρει στην ομιλία του εκείνη, πού έπειτα από 104 χρόνια παραμένει πάντα επίκαιρη:
«οι δημαγωγούντες εκάστοτε τον Ελληνικόν λαόν και καπηλευόμενοι τον πατριωτισμόν, διά να παραστήσωμεν εις αυτόν ότι είναι λαός περιούσιος, ο οποίος δεν ομοιάζει με κανέναν άλλον πεπολιτισμένον λαόν, κατηντήσαμεν να πείσωμεν αυτόν ότι εις τον αγώνα του πολιτισμού και εις τον αγώνα της προόδου και εις τον αγώνα της αμίλλης δεν έχει ανάγκην, όπως επικρατήση, να μεταχειρισθή τα ίδια όπλα τα οποία μεταχειρίζονται οι άλλοι λαοί, κατορθώσαμεν να τον πείσωμεν, ότι δεν έχει ανάγκη οργανώσεως εσωτερικής, ότι δεν έχει ανάγκη ευνομίας πολιτικής [...] Πάντα ταύτα κατορθώσαμεν να πείσωμεν τον λαόν ότι ήσαν περιττά. Συγχρόνως αφήσαμεν αυτόν να επαναπαύεται ότι, εάν του λείψουν όλα τα άλλα εφόδια, δύναται όμως, κρατών επάνω εις τον δίσκον της επαιτείας τας παρελθούσας δόξας του, να προσέρχεται εκάστοτε προς τους ισχυρούς εκείνους, οι οποίοι κατ’ άλλον τρόπον εργασθέντες εγένοντο ισχυροί, διά να ζητή υπέρ εαυτού ως επαιτείαν, επί τη βάσει των παλαιών περγαμηνών του, όπως υπερασπίζη τα δίκαιά του».
Άλλα, καίρια στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του Βενιζέλου υπήρξαν: η μοναδική οξυδέρκεια και η πολιτική ιδιοφυία του, που διακρίνονταν στις καθοριστικές επιλογές του κατά τις πιο κρίσιμες ώρες. Ενδεικτικώς θα αναφερθούν τρεις περιπτώσεις:
Η πρώτη. Κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου, ήταν εκείνος που ως Πρωθυπουργός και ως Υπουργός Στρατιωτικών συντόνιζε τις στρατηγικές κινήσεις του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου. Θα του επιβάλλει, ενώ εκείνος οδηγούσε τον ελληνικό στρατό σε διαφορετική κατεύθυνση, να στραφεί προς τη Θεσσαλονίκη, η οποία, στις 26 Οκτωβρίου 1912, θα παρεδίδετο από τον Τούρκο διοικητή της, λίγο πριν καταφθάσουν τα στρατεύματα των Βουλγάρων, καθώς η πόλη αποτελούσε φανερό στόχο για εκείνους (όπως άλλωστε και για τους Σέρβους). Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου δεν άφηνε περιθώρια αντιρρήσεων στον Κωνσταντίνο:
«Προς Αρχηγόν Στρατού.
Παραγγέλλεσθε να αποδεχτείτε προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής.
Υπουργός Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος».
Η αστραπιαία αυτή κίνηση του Κρητικού πολιτικού προσδιόρισε οριστικά την τύχη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας.
Μία δεύτερη περίπτωση: Ο Βενιζέλος ήταν εκείνος που, κατά τη «σκοτεινή» –κοινωνικά και πολιτικά– δεκαετία του 1920, θα εμπνευστεί και θα επανασυστήσει το Συμβούλιο Επικρατείας, με ουσιαστικές αρμοδιότητες. Κατά την πρώτη συνεδρίαση, στις 17 Μαΐου 1929, έχοντας ήδη με τις πρόσφατες εκλογές του 1928 μια εξαιρετικά ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα, που κατείχε τις 228 από τις 250 έδρες της Βουλής, θα ανέβει στο βήμα του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέροντας με παρρησία:
«… ετόνισα πόσας ελπίδας στηρίζω εις τον θεσμόν του Συμβουλίου της Επικρατείας και πόσον είμαι αισιόδοξος δια την ευεργετικήν επίδρασιν την οποίαν θα σημειώση επί των πραγμάτων του τόπου μας.
Την αισιοδοξίαν μου αυτήν την στηρίζω όχι μόνον εις το γεγονός ότι το Συμβούλιον της Επικρατείας καλείται να πληρώση μίαν ανάγκην ανεγνωρισμένην γενικώς εξ αυτών των πραγμάτων, αλλά και εις το γεγονός ότι εκλήθησαν να λειτουργήσουν αι κορυφαί της επιστήμης και της διοικήσεως…
Αλλά υπάρχει και ένας επιπρόσθετος λόγος, εις τον οποίον στηρίζω την αισιοδοξίαν μου αυτήν. Και ο λόγος αυτός είναι ότι την ανάγκην του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την ευρυτάτην δικαιοδοσίαν του, ανεγνώρισε μία κυβέρνησις τόσον ισχυρά, όσον η σημερινή, στηριζομένη εις την πανηγυρικήν εμπιστοσύνην του λαού. Και η κυβέρνησις αυτή δεν επερίμενε το τέρμα της ζωής της δια να εγκαθιδρύση το Συμβούλιον της Επικρατείας, αλλ΄ έσπευσε να οργανώση αυτό ταχύτατα.
Βέβαια δεν σας υπόσχομαι ότι η κυβέρνησις εκ προθέσεως θα διαπράξη παρανομίαν δια να σας δώση την ευκαιρίαν ν΄ ακυρώσητε την πράξιν της και την επαναφέρητε εις την τάξιν. Άλλωστε αν η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, η λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή ίσως περισσοτέρας προσοχής εκ μέρους των κυβερνώντων όπως αποφεύγουν παρανόμους πράξεις. Αλλ’ όσην προσοχήν και αν δείξωμεν είναι ανθρώπινον να υποπέσωμεν και εις παρανόμους ενεργείας. Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανομίαν και έλθη το Συμβούλιον της Επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι υπενθύμισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή...»
Τρίτη περίπτωση: Με αφορμή υπόμνημα της 1ης Μαΐου 1930 που υπέβαλε ο Γάλλος πολιτικός Αριστίντ Μπριάν με την πρότασή του για μία νέα πολιτική και οικονομική οργάνωση της Ευρώπης, ενώ ελάχιστοι ηγέτες ανταποκρίνονται θετικά, ο Βενιζέλος αποστέλλει άμεσα τις θέσεις του για το ζήτημα, οραματιζόμενος μια μελλοντική Ένωση των Ευρωπαϊκών κρατών:
«Η ελληνική κυβέρνηση χαιρετίζει με τη μεγαλύτερη ικανοποίηση την ιδέα της ενότητας των λαών της Ευρώπης· προκειμένου να διασκεδαστεί κάθε ανησυχία, το εγχείρημα οφείλει να αναληφθεί στα πλαίσια της διεθνούς οργάνωσης και να σεβαστεί την εθνική κυριαρχία των κρατών· η ευρωπαϊκή ένωση, κάτω από ανάλογες συνθήκες, όχι μόνον δεν θα οδηγήσει στην εξασθένηση αλλά και θα συμβάλει στην ενίσχυση «της Ευρώπης των πατρίδων»· τα ευρωπαϊκά κράτη θα εξασφαλίσουν σημαντικά πλεονεκτήματα όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά και στον πολιτικό τομέα· η εξέλιξη προς την ομοσπονδιοποίηση οφείλει να επιχειρηθεί με ιδιαίτερη προσοχή και με προϋπόθεση την πίστωση χρόνου»
Αλλά και το θάρρος του Βενιζέλου υπήρξε απαράμιλλο. Δεν ήταν μια παρορμητική ψυχική κίνηση. Και αυτή η αποφασιστικότητα της κρίσης του προφανώς θα δυσαρεστούσε πολλούς. Εντούτοις, εκείνος δεν υπολόγιζε το λεγόμενο στην εποχή μας: «πολιτικό κόστος», και το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα των αποφάσεών του, τον δικαίωνε.
Ας θυμηθούμε τη στάση του απέναντι σε Κρήτες συμπολεμιστές και συντρόφους του, όταν στην πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του θα επιδιώξουν άμεση λύση του Κρητικού Ζητήματος. Ο ίδιος δεν θα διστάσει, με «μεγάλο ψυχικόν άλγος», να γίνει εξαιρετικά δυσάρεστος στους συμπατριώτες του, προκαλώντας σειρά δυναμικών αντιδράσεων στη γενέτειρά του. Θα στείλει μάλιστα το ακόλουθο αυστηρό κείμενο προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά το 1912:
«Οι Κρήτες λησμονούν ότι τίθενται αντιμέτωποι, όχι μόνον της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και αυτού τούτου του ελευθέρου Βασιλείου, του οποίου η κυβέρνησις δεν εννοεί να αποδεχθή το κρητικόν πραξικόπημα και να έλθη εις άκαιρον ρήξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και άνευ απωλείας μιας ημέρας ασχολούμενη με την στρατιωτικήν συγκρότησιν της χώρας, η κυβέρνησις αξιοί όπως εις την γνώμην της προσαρμοσθή η γνώμη των πολιτικών αρχηγών της Κρήτης».
Είχε βέβαια επίγνωση ότι επίκειται άμεση αλλαγή των γεωστρατηγικών συσχετισμών στην περιοχή και ότι το Κρητικό ζήτημα οδεύει σε οριστική επίλυση, η οποία πράγματι θα επέλθει μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (τον Αύγουστο του 1913). Και τελικώς, η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Σε μια διαφορετική συγκυρία, μπορούμε να σκεφθούμε: ποια αποθέματα δύναμης και θάρρους χρειαζόταν να αντλήσει, όταν αυτός, ο δημιουργός της Ελλάδας των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», λίγους μήνες έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Διάσκεψη της Λωζάννης, όπου, στις 24 Ιουλίου 1923, υπέγραψε με την Τουρκία τη γνωστή Συνθήκη. Αλλά και εκείνη την τραγική στιγμή, με καθοριστικές διπλωματικές κινήσεις, θα κατορθώσει τα ευνοϊκότερα αποτελέσματα για την πατρίδα μας. Ακόμη και λαμβάνοντας αποφάσεις σκληρού ρεαλισμού, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, που δημιούργησε άμεσα επώδυνες συνθήκες για τους εξαναγκασμένους να αφήσουν τόπους μακραίωνης παραμονής, μακροπρόθεσμα ωφέλησε τη χώρα μας, καθώς πορεύτηκε τις επόμενες δεκαετίες ως ένα κράτος εθνολογικά ενιαίο.
Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Βενιζέλου, τα σπάνια για πολιτικό ηγέτη, πρέπει να προστεθεί και η πνευματική του υπεροχή και η εγρήγορση που θα απορρέει από αυτήν, χάρις στην οποία θα επιλέγει, με ειδικά αξιολογικά κριτήρια, συνεργάτες στον πολιτικό του βίο και φιλίες στη ζωή του.
Ενδεικτικές μόνο είναι οι περιπτώσεις: διορισμού του Νίκου Καζαντζάκη, το 1919, ως Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Της φιλίας του με τον διεθνούς εμβέλειας Έλληνα μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή (ο οποίος το 1920 αναλαμβάνει, κατ’ εντολή του Βενιζέλου, να οργανώσει το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο της Ιωνίας στη Σμύρνη). Της εύνοιας και συνδρομής του στη δημιουργία του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Της μακρόχρονης φιλίας του με την Πηνελόπη Δέλτα, τον Μανόλη Καλομοίρη, τον Κωστή Παλαμά.
Μοναδικής επίσης σημασίας για τους πνευματικούς ορίζοντες του Βενιζέλου είναι και η ενασχόλησή του με το έργο του κορυφαίου Ιστορικού όλων των εποχών, του Θουκυδίδη, και η εξαίρετη μετάφραση του έργου του, με απόλυτη φιλολογική και μεταφραστική επάρκεια. Από τα κείμενα του Θουκυδίδη, ο μεγάλος Κρητικός πολιτικός, θα αντλήσει σοφία, διδάγματα, κοινά σημεία αναφοράς, ενώ η μορφή του Περικλή, εκείνου που καθόρισε τη μοίρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, θα αντιπροσωπεύει ολοζωής το πρότυπο του αληθινού ηγέτη, το οποίο και ο ίδιος ήθελε να ενσαρκώνει.
Ολοκληρώνοντας αυτή την αναφορά μνήμης και τιμής στον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα προλαβαίναμε την πιθανή ερώτηση: Λάθη δεν έκανε ο Βενιζέλος; Ασφαλώς και υπήρξαν σφάλματα στην πορεία και στις αποφάσεις του, αλλά ένας «Ολυμπιονίκης» του πολιτικού στίβου, όπως αυτός, κρίνεται πάντα από τις υψηλότερες επιδόσεις του, από τις αποτελεσματικότερες πραγματώσεις των οραμάτων και των σχεδίων του, από τα διαρκέστερα επιτεύγματά του στο χρόνο.
Ας είναι αιωνία η Μνήμη του.