Η ύπαρξη του περικαλλούς ιερού ναού του Αγίου Νικολάου αποτελεί ένα στολίδι για την πόλη της Νέας Αλικαρνασσού, συνάμα όμως αποτελεί και ένα σημείο μνήμης και αναφοράς του παρελθόντος, ένα παρελθόν που δεν πρέπει να λησμονηθεί.
Ο πρώτος ναός του Αγίου Νικολάου ήταν κτισμένος στο λιμάνι της Αλικαρνασσού της Μικράς Ασίας, όπου στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν 11.000 κάτοικοι από τους οποίους 5.000 ήταν Έλληνες1. Εκεί Έλληνες και Τούρκοι συμβίωναν αρμονικά και ειρηνικά χωρίς προστριβές και χτυποκάρδια, είχαν υπερβεί τις εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές τους διαφορές και δημιουργούσαν μαζί μια ιστορία μοναδική. Υπήρχε ένας βαθύτατος σεβασμός ανάμεσα στους δύο λαούς για τη θρησκεία, τα έθιμα και τις συνήθειες τους. Στην εκκλησία λειτουργούσαν τέσσερις παπάδες: ο αρχιμανδρίτης Σεραφείμ, ο παπά - Σπύρος, ο παπά - Μιχάλης και ο παπά - Θεόφιλος Μουζουράκης2, των οποίων τις λειτουργίες παρακολουθούσε σύσσωμος ο λαός της Αλικαρνασσού, που ήταν όλοι φιλακόλουθοι και οι οποίοι συναθροίζονταν στην εκκλησία ασφυκτικώς, ώστε το εκκλησίασμα έμοιαζε σαν ένα συμπαγές σώμα3 .
Αυτό το ειρηνικό κλίμα θα έρθει να το καταστρέψει ο νεοτουρκικός εθνικισμός που βίαια θα προσπαθήσει και θα εκπατρίσει από τα εδάφη της Μικράς Ασίας κάθε ελληνικό στοιχείο την περίοδο 1914 - 1924. Με αυτό λοιπόν τον βίαιο τρόπο ο Μικρασιατικός Ελληνισμός εκδιωγμένος και αποδεκατισμένος κατακλύζει τα χώματα της μητέρας Ελλάδας, φέρνοντας μαζί του ζωντανούς ακόμα τους εφιάλτες της αγριότητας που δέχτηκε, αλλά και την ελπίδα για επιστροφή στην πατρίδα, τις ολοζώντανες μνήμες της πατρικής γης και τα ιερά του κειμήλια. Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, η παρακαταθήκη της ιστορικής μας μνήμης και της πολιτισμικής μας συνέχειας είναι και η εικόνα του Αγίου Νικολάου, η οποία σώθηκε χάριν της προνοητικότητας των κατοίκων της Αλικαρνασσού.
Η ιστορία της σεπτής εικόνας του Αγίου Νικολάου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση η εικόνα χρονολογείται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου πάνω σε αυτή φημολογείται ότι ορκίστηκε ναύαρχος στα Ψαρά ο Κωνσταντίνος Κανάρης, λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν και με στόχο τη διάσωση της κάποιοι την μεταφέρουν από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας στην Κρήτη στο νεοσύστατο οικισμό, όπου αργότερα για χάρη της οποίας ανεγείρεται ο φερώνυμος ιερός ναός. Μάλιστα πάνω στην εικόνα είναι ορατά τα σημάδια από σφαίρα που δέχτηκε τη δύσκολη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
Η μακρά αυτή ιστορία της εικόνας είναι και ο λόγος που οι Αλικαρανασσείς δέχτηκαν αρκετές αιφνιδιαστικές επιδρομές, τα πρώτα χρόνια που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη μετά τον Μικρασιατικό ξεριζωμό, από τους κατοίκους των Ψαρών, οι οποίοι αναζητούσαν και διεκδικούσαν την επιστροφή της εικόνας στο νησί τους. Για να αποτραπεί η πιθανότητα της αρπαγής, η εικόνα φυλάγονταν κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι, ώστε να μην μπορεί εύκολα να εντοπιστεί από τους Ψαριανούς.
Σημαντικό ρόλο και καθοριστική συμβολή στην προστασία και φύλαξη της εικόνας έπαιξε η καλόγρια του Αγίου Νικολάου Κατίνα Καρπαθάκη, γνωστή ως «καλόγρια Κατέ», η οποία υπηρέτησε πιστά την εκκλησία του Αγίου Νικολάου από την ηλικία των 40 (τεσσαράκοντα) ετών και μέχρι το τέλος της ζωής της (απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1957)4.
Οι Αλικαρνασσείς από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στη νέα τους γη (1925) και προτού να κάνουν περιουσία, ενώ ακόμα ήταν φτωχοί και αδύναμοι κοινωνικά, είχαν ως πρώτο μέλημα τους την κατασκευή εκκλησίας προς τιμή του Αγίου των ναυτικών, του Αγίου Νικολάου. Με πολύ λοιπόν προσωπική προσπάθεια και ατομική εργασία οι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού δημιουργούν το 1927 τον πρώτο ξύλινο ιερό ναό του Αγίου Νικολάου5. Οι προσπάθειες όμως των Αλικαρνασσέων δεν σταματούν εδώ, στόχος τους είναι η ανέγερση νεόδμητου ιερού ναού. Με αυτόν τον στόχο ξεκινάει μια μακροχρόνια προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν αφιλοκερδώς όλοι οι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού είτε με χρηματική υποστήριξη, είτε με παροχή προσωπικής εργασίας. Σημαντική υπήρξε στην προσπάθεια αυτή και η συμβολή της ερανικής επιτροπής των εκάστοτε Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και των Κοινοτήτων, η οποία διενεργούσε συχνά εράνους στην ευρύτερη περιοχή του νομού Ηρακλείου, όχι μόνο στα στενά όρια του συνοικισμού. Μέσα στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ανέβηκαν το Σάββατο στις 22 Μαΐου του 1948 δύο θεατρικές παραστάσεις, το τρίπρακτο κοινωνικό δράμα «Άννα θα σε πάρω» και η κωμωδία «Αντίθετα της φύσεως» τα έσοδα των οποίων διατέθηκαν προς την ανέγερση του ναού.
Με αυτό τον τρόπο, σιγά - σιγά και μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών και θυσιών αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, ο μεγάλος πόθος των Αλικαρνασσέων πραγματοποιείται. Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου λειτουργεί για πρώτη φορά τις Άγιες ημέρες του Πάσχα το Μάιο του 19546, έχοντας αρχικά αρκετές ελλείψεις οι οποίες όμως καλύφθηκαν στην συνέχεια χάριν του αμείωτου ενδιαφέροντος των κατοίκων της περιοχής.
Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία της πόλης της Νέας Αλικαρνασσού επιβραβεύοντας με τον πιο όμορφο τρόπο το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας όλων των ανθρώπων που συνέβαλαν στην δημιουργία του. Παράλληλα αποτελεί το κοινό σημείο μνήμης για όλους τους παλαιότερους και το κοινό σημείο αναφοράς για όλους τους νεότερους.
Σημαντικό μνημείο του οικισμού της Πρασσάς αποτελεί η εκκλησία της «Κυρίας της Πρασσάς», η οποία είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Διασώζεται συμβόλαιο του 1642 ανάμεσα στον ξυλογλύπτη Μανέα Μαγγανάρη και τον ηγούμενο της μονής Νικηφόρο Σκλάβο, για την κατασκευή του τέμπλου της εκκλησίας με βάση το τέμπλο του παρεκκλησίου των Αγίων Δέκα της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών του Χάνδακα, το οποίο σήμερα δεν διασώζεται. Σε έγγραφο του 1672, επί Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως «Τσιφλίκι Κερά Πρασσά» και ανήκε στον Χασάν Αγά.
Η εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά και η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς Άραβες το 961, υπήρξε ένα ιδιαίτερης σημασίας γεγονός όχι μόνο για τη μεγαλόνησο, αλλά και για την ίδια τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παρά τις περιορισμένες πληροφορίες των πηγών, είναι φανερό ότι η επανένταξη της Κρήτης στον κορμό της αποτελεί μία υψηλή προτεραιότητα της σε όλα τα επίπεδα.
Στην περιοχή του Καρτερού, πάνω στον παλιό εθνικό δρόμο, βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ιωάννου, που έχει το δεύτερο κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Νίκωνα τον Μετανοείτε. Είναι γνωστό πως ο Άγιος Νίκωνας αλλά και άλλες προσωπικότητες του εκκλησιαστικού τομέα, όπως ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης και ο Ιωάννης Ξένος ο Ερημίτης κινούνταν δραστήρια εκείνη την εποχή με την ενθάρρυνση της Πολιτείας για την ενίσχυση του θρησκευτικού φρονήματος των κατοίκων του νησιού που είχε χαλαρώσει κατά τη μακροχρόνια κατάκτηση.
Το 1939, ο Ν. Πλάτων ανέσκαψε αποθέτη με όστρακα
Παλαιοανακτορικής περιόδου (ΜΜ Ι). Σε κοντινή απόσταση εντοπίστηκαν και
ανασκάφηκαν δύο οικίες με δύο διαδοχικές φάσεις κατοίκησης (ΜΜΙ-ΙΙ και ΜΜ
ΙΙΙ-ΥΜ ΙΑ). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οικία Α, αποτελούμενη από τουλάχιστον
οκτώ δωμάτια παρουσιάζει η ύπαρξη συνολικά 16 κυκλικών και διαφόρων διαμέτρων
κοιλωμάτων (γούβες). Η χρήση τους (= στήριξη πίθων ή πιθιδίων διαφόρων
σχημάτων) φαίνεται ότι ήταν μόνο κατά την Παλαιοανακτορική εποχή. Το δωμάτιο Β
της οικίας Α ήταν διαρθρωμένο σε δύο επίπεδα. Στο ανώτερο αντιστοιχούσε
εσωτερικό κατασκεύασμα, είδος τεμένους, με εσωτερικό διαχώρισμα και στενή
είσοδο στα δυτικά όπου και αποκαλύφθηκε αποθέτης τετράγωνου σχήματος. Στο
εσωτερικό του βρέθηκαν άφθονα όστρακα και μικρά αγγεία ΜΜ ΙΙΙ και ΜΜ ΙΙΙΒ- ΥΜ
ΙΑ περιόδου.
Ο χαρακτήρας των ευρημάτων π.χ. μόνωτα μελαμβαφή κύπελλα, τεμάχια αγγείων με
μίμηση στολιδώσεων,. τεμάχια γεφυρόστομων αγγείων με διακόσμηση διπλού λευκού
πέλεκυ συνδυαζόμενου με τον ιερό κόμβο κλπ. οδήγησε τον ανασκαφέα στην υπόθεση
ότι το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε για λατρευτικούς σκοπούς.
Στα ΒΔ του κτιρίου Α εντοπίστηκε κτίριο Β, ΜΜ ΙΒ περιόδου αποτελούμενο από
τέσσερα δωμάτια. Ένα από αυτά πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως μαγειρείο (στο
εσωτερικό του βρέθηκαν δύο τρίποδοι λέβητες στηριγμένοι σε τετράγωνη βάση.
λίθινη γούρνα μορφής ιγδίου κλπ).
Ο Ν. Πλάτων, σε απόσταση 1 χιλιομέτρου περίπου από το χωριό Μπαμπαλή, ανέσκαψε δύο τάφους Πρώιμων Γεωμετρικών χρόνων, λαξευμένους στο βράχο, με φτωχά ευρήματα. Στο πλαίσιο επιφανειακής έρευνας στα ΝΔ της περιοχής Καλλιθέας (Μπάμπαλη), οι S. Hood και D. Smyth εντόπισαν κεραμεική Γεωμετρικής, Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου.
Στη συμβολή των οδών Ηροδότου και Αρτεμισίας, προς τα δυτικά
της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου (ιδιοκτησία: Κ. Καρβουνάκι), εντοπίστηκε
λαξευτός θαλαμοειδής τάφος ΥΜ περιόδου. Ο τάφος έχει τραπεζιόσχημο θάλαμο (3.50
Χ 3.20μ.) και διαιρείται σε τρεις χώρους μέσω ενός πεσσού στη Ν πλευρά του
θαλάμου. Η οροφή του, η οποία καταστράφηκε εν μέρει, είναι οριζόντια,
καμπυλούμενη στις πλευρές. Ο δρόμος, μήκους 8.60μ., φέρει στην αρχή του ψηλούς
αναβαθμούς. Η αναθύρωση, στις λαξευμένες στο μαλακό κούσκουρα παρειές του
δρόμου μετά τον δεύτερο αναβαθμό, υποδηλώνει ίσως την παρουσία κεκλιμένου
κινητού ξύλινου δαπέδου, το οποίο τοποθετούνταν κάθε φορά που ανοίγονταν ο
τάφος, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε αυτόν.
Στο μέσο του δρόμου υπάρχει και δεύτερο φράγμα από επάλληλους δόμους, οι οποίοι
προέρχονται από το οικοδόμημα που καταστράφηκε ίσως κατά τη μεγάλη καταστροφή
του 1450 π.Χ. Το δεύτερο αυτό φράγμα αποτέλεσε πιθανώς μεταγενέστερη προσθήκη,
η οποία επιβλήθηκε από τη χρησιμοποίησή του μεταξύ των δύο φραγμάτων τμήματος
του δρόμου ως χώρου εναποθέσεως ταφών (ανάλογο παράδειγμα: νεκρόπολη Μαύρου
Σπήλιου και Γουρνιών). Επιμελημένη είναι η λάξευση των παρειών του θαλάμου,
όπως και οι τρεις μικρές κόγχες οι οποίες έχουν ανοιχθεί σε μικρή απόσταση από
την οροφή στη δεξιά πλευρά της εισόδου. Λόγω των διαστάσεών τους, οι κόγχες
αυτές θα πρέπει να σχετίζονταν με τη λατρεία των νεκρών και όχι με την ανάγκη
δημιουργίας χώρου για την ταφή τους. Η αρχιτεκτονική μορφή του τάφου, η οποία
είναι όμοια με του τάφου των «Διπλών Πελέκεων» της Κνωσού και των Ισοπάτων,
αποτελεί βέβαιη ένδειξη για τη χρονολόγηση του τάφου στην ΥΜ ΙΙ ή ΥΜ ΙΙΙ Α1
εποχή. Η χρήση του φαίνεται ότι επεκτάθηκε μέχρι την ΥΜ ΙΙΙΓ Περίοδο. Το 1930 ο
τάφος συλήθηκε.
Βρίσκεται 6 χλμ. Α. του Ηρακλείου, στο ανατολικό όριο της
κοιλάδας του Καρτερού. Αποκαλύφθηκε σπηλαιώδης τάφος ΥΜ ΙΙΙ περιόδου. Η χρονική
του διάρκεια δεν φαίνεται να υπήρξε μικρότερη των 2-3 γενεών.
Είχε ωοειδές
σχήμα και δρόμο συνολικού μήκους 10μ. Βρέθηκαν 6 σαρκοφάγοι, του συνηθισμένου
ΥΜ τύπου. Η μια από αυτές μια έφερε χάραγμα - ίσως είδος οικοσήμου.