Γράφει ο Μανόλης Δουλγεράκης
Πολλά ονόματα πήρε στο πέρασμα των αιώνων αυτή η φημισμένη, περισσότερο για την στρατηγική της θέση και τις πανίσχυρες οχυρώσεις της παρά για τις ομορφιές της, πολιτεία που απλώνεται στη μέση της βόρειας παραλίας της Κρήτης.
Ηράκλειο, λιμάνι
της Κνωσού, της Μινωϊκής θαλασσοκρατίας.
Κάστρο, στα χρόνια των
Βυζαντινών.
Χεντέκ-Χάντακας, την εποχή των Σαρακηνών Κουρσάρων και των Βυζαντινών ελευθεριστών.
Ηράκλειο, ξανά στα νεότερα χρόνια και ως τις μέρες μας.
Ήταν ποτέ όμορφη αυτή η πολυώνυμη πολιτεία, που αποτελούσε επί αιώνες το μήλο της έριδος των κραταιών του μακρού μεσαίωνα και των νεοτέρων χρόνων της Ευρώπης και της Ανατολής: Ο σοφός, κορυφαίος κρητολόγος, Στυλιανός Αλεξίου, γράφει, σε μία αναφορά του στο μεσαιωνικό Μεγάλο Κάστρο: «Οι περιηγητές του παλιού καιρού, που έτυχε να περάσουν από το Κάστρο της Κρήτης, πριν από τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια, δεν συμφωνούν μεταξύ τους για την ομορφιά της πολιτείας. Πολλοί απ''αυτούς γράφουν ότι το Κάστρο είναι ωραία και τερπνή πόλη, με μεγάλα αρχοντικά, με θαυμαστές εκκλησίες... άλλοι όμως γράφουν ότι μοιάζει με «κουρσεμένη πολιτεία γεμάτη χαλάσματα και σκουπίδια...» Αυτά βέβαια γράφονται και αναφέρονται στην Βενετοκρητική, περιστοιχισμένη από τάφρους, προμαχώνες και θεόρατα τείχη πολιτεία, την Κάντια του 1600 μα οι ίδιες διαφορές σε εντυπώσεις και απόψεις επισκεπτών της υπάρχουν και στους κατοπινούς αιώνες της.
Περιηγητές και... Πράκτορες ξένων Δυνάμεων, επισκέπτες του Μεγάλου Κάστρου στις αρχές του περασμένου 19ου αιώνα, μας πληροφορούν πως το Μεγάλο Κάστρο ήταν μία πόλη ευπρεπής, καθαρή, ευχάριστη παρά την μεσαιωνική της όψη «με τους σκολιούς και λαβυρινθώδεις δρόμους και τα αδιέξοδα, τα τσικμά σοκάκια των Τούρκων».
Πράκτορας ξένης Δύναμης που ενδιαφερόταν πολύ για την στρατηγική θέση και τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της Κρήτης γράφει στις αρχές του 19ου αιώνα: «Αι οδοί όλαι εισίν ευρύχωροι, τα εργαστήρια τακτικώς οικοδομημένα, αι αγοραί κατ''ευθείαν σχηματισμέναι γραμμήν από την μία Πύλην έως την άλλην, ώστε εν τω μέσω της Πόλεως σχηματίζουσι Σταυρόν του οποίου το κέντρον ονομάζεται Κεμέρ αλτί (Αχτάρικα)». «Η πόλις»-λέει ο παράξενος αυτός επισκέπτης «λοιπόν άπασα φυλάττει την εντελεστάτην καθαριότητα, ώστε οι κάτοικοι δεν μεταχειρίζονται ποτέ υποδήματα, ειμή μόνον εμβάδα (παντόφλες)». Ο ίδιος πράκτορας συντάκτης μιας «Χωρογραφίας της Κρήτης» το 1818, βρίσκει πως «η Ηγεμονία της Κάντιας είναι εύκρατος και εύκαρπος» και συνεχίζει να αναφέρεται σ'' ένα Μεγάλο Κάστρο που σφίζει από ζωή, ένα αστικό κέντρο με εύρωστη οικονομία, με ανεπτυγμένο εμπόριο, εξελιγμένη βιοτεχνία και βιομηχανία, σημαντικές εξαγωγές και εισαγωγές. Ένας άλλος «επισκέπτης» κρητικός αυτός, σπουδαίος γιατρός, ο Ιωσήφ Χατζηδάκης γράφει την «Περιήγησιν εις την Κρήτην (1881)» στην οποία συν τοις άλλοις εκθειάζει την ... Σαπωνοποιοία του Ηρακλείου που παράγει τα εκλεκτά μοσχοσάπουνά της: «τα δια σάπωνος Ηρακλείου πλυθέντα ασπρόρουχα, ου μόνον καθαρίζουσιν, ως δι ουδενός άλλου σάπωνος, αλλά και αποπέμπουσιν οσμήν ευάρεστον, καίτοι ουδέν άρωμα μιγνώσιν τω σάπων»... «Καθημερινά την επισκέπτονται σμήνη ατέλευτα χωρικών, εισκομιζόντων επί φορτηγών ζώων παντοία προϊόντα, σίτον, κριθήν και άλλους δημητριακούς καρπούς, έλαιον, οπώρας, τυρόν, γάλα, οίνον κ.λ.π.». Το Μεγάλο Κάστρο λοιπόν ήταν ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες, άλλοτε όμορφη κι ευχάριστη κι άλλοτε άσκημη κι αβίωτη πολιτεία! Σ'' όλη την μακρά διαδρομή των έντεκα αιώνων της αυτή η πολιτεία υπήρξε συχνά κέντρο σημαντικών στην Ευρωπαϊκή Ιστορία πολεμικών και πολιτιστικών γεγονότων.
Το Μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο «είναι μία μεσαιωνική πόλη, που την δημιούργησαν οι Σαρακηνοί Κουρσάροι τον ένατο αιώνα και την έκαναν κέντρο ληστοπειρατείας των παραλίων του ελληνικού χώρου, κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο» λέει ο ιστοριοδίφης συγγραφέας Στέργιος Σπανάκης. Αυτό τον αραβικό οικισμό -στη μέση της βόρειας παραλίας της Κρήτης- ισοπέδωσε ο στρατός του βυζαντινού στρατηγού Νικηφόρου Φωκά (961), που ανάκτησε την μεγαλόνησο, εξολοθρεύοντας τους Σαρακηνούς και εξαφανίζοντας κάθε αραβικό ίχνος στον κατερειπωμένο Χάνδακα.
Οι βυζαντινοί κράτησαν την Κρήτη μέχρι το 1206, οπότε οι Γενοάται του Πεσκατόρη κατέλαβαν τον Χάνδακα και λίγο μετά οι Ενετοί κατά το 1210. Εκείνο το αραβικό κτίσμα, το λιμάνι των κουρσάρων της Ανατολικής Μεσογείου, παραμένει πάντα πρωτεύουσα και μητρόπολη της Μεγαλονήσου, όπου για άλλη μια φορά εγκαταστάθηκαν νέες αρχές πολιτικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές. Οι βυζαντινοί ονομάζουν την πόλη Κάστρο και μάλιστα Μεγάλο Κάστρο, κατά την συνήθειά τους να ονομάζουν έτσι κάθε οχυρωμένη πόλη και για να την διακρίνουν από τα άλλα Κάστρα που κτίστηκαν στο μεταξύ στην Κρήτη. Από τους Άραβες στους Βυζαντινούς και μετά στους Γενοάτες και στους Ενετούς που δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν για πολύ στα χέρια των θανάσιμων αντιπάλων τους ένα τέτοιο διαμάντι, μια τέτοια στρατηγική θέση, την πολύτιμη βάση του Μεγάλου Κάστρου.
Ακολουθούν τετρακόσια πενήντα εννιά χρόνια βενετοκρατίας στο νησί, που μεταβάλλει την πρωτεύουσα στο ισχυρότερο φρούριο-κάστρο της Μεσογείου. Η Κρήτη και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα το Μεγάλο Κάστρο γεμίζει αυτή τη μακρά περίοδο από ευγενείς, ιππότες, καθολικούς ιεράρχες, διανοούμενους, περιηγητές, καλλιτέχνες, ναυτικούς, στρατιωτικούς, επιστήμονες και τεχνικούς. Το ντόπιο στοιχείο ξεσηκώθηκε πολλές φορές κατά των κατακτητών που «έπληττον καιρίως το εθνικόν και θρησκευτικόν αίσθημα των Κρητών... ήρχισαν λοιπόν συχναί και αλλεπάλληλοι αι κατά των Ενετών επαναστάσεις των νησιωτών...». Εν τω μεταξύ οι κατακτητές οχύρωναν την πολύτιμη αυτή κτήση τους, που αποφάσισαν στα μέσα του ΙΕ αιώνα να την κάνουν απόρθητη. Εκατό περίπου χρόνια χρειάστηκαν για να κτισθούν τα νέα τείχη του Μεγάλου Κάστρου (η ανοικοδόμηση άρχισε το 1462 και ετελείωσε γύρω στα 1570). Τεράστια οχυρωματικά έργα μετέβαλαν το Μεγάλο Κάστρο σε ένα από τα ισχυρότερα φρούρια της εποχής, ένα φρούριο που χρειάστηκαν εικοσιπέντε χρόνια στενής και άγριας πολιορκίας για να το κυριεύσουν οι Τούρκοι (1669). Σε όλη την μακρότατη διάρκεια της Ενετοκρατίας και ιδιαίτερα τον ΙΣΤ και τις αρχές του ΙΖ αιώνα «έγινε από την διοίκηση μια μεγάλη προσπάθεια εξωραϊσμού» της πόλης, με επιβλητικά κτίρια, φαρδείς δρόμους, υπέροχα διακοσμημένες κρήνες, δενδροφυτεμένες και πλακοστρωμένες πλατείες, μεγαλοπρεπείς ναούς, αρχοντικά, ανάγλυφους πυλώνες, παλάτια και πύλες με γλυπτές διακοσμήσεις και επιβλητικές όψεις.
Παράλληλα με τον εξωραϊσμό και το κάποιο οικοδομικό νοικοκύρεμά της, η πολιτεία έγινε στην διαδρομή των χρόνων ένα από τα σπουδαιότερα πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης. Τέχνες, γράμματα, ανθρωπιστικές επιστήμες, άνθησαν στην Κάντια και στους κόλπους της ανεδείχθηκαν σπουδαίες μορφές της Αναγέννησης.
Το 1669 το Μεγάλο
Κάστρο:
«Της Κρήτης τ''ομορφότατο Κάστρο το φημισμένο
απού στα πέρατα της γης κράζεται τιμημένο...»
πέφτει στα χέρια του Τούρκου και ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Κρήτης,
από τον ασιάτη εισβολέα. Ο πατέρας της Κρητολογίας Στέφανος Ξανθουδίδης
γράφει: «Η γιγαντομαχία προ των τειχών του Ηρακλείου, η διαρκέσασα επί
μίαν σχεδόν εικοσιπενταετίαν είναι εν των δραματικοτέρων γεγονότων της
παγκοσμίου ιστορίας».
Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας φαίνεται πως το Μεγάλο Κάστρο ήταν η σκιά της κραταιάς και φημισμένης εκείνης πολιτείας, που άντεξε εικοσιπέντε χρόνια τη λυσσώδη και φονική πολιορκία των Τούρκων.
Ένας ξένος επισκέπτης της πόλης, ο Tournefort, ονομάζει το Μεγάλο Κάστρο του 1700 «σκελετόν πόλεως», πόλη κατεστραμένη και έρημη με μικρό αριθμό κατοίκων (800 Χριστιανούς, 1000 Εβραίους, 200 Αρμενίους και περισσότερους Τούρκους και Γενίτσαρους). Ένα υποτυπώδες εμπορικό κέντρο κι ένα μεγάλο της μέρος γεμάτο τρώγλες, η κυρίως πολιτεία, και τείχη γεμάτα Γενίτσαρους.
Οι Τούρκοι άρχισαν σιγά-σιγά να ανοικοδομούν τα κυριώτερα βενετσιάνικα κτίρια, να μεταβάλλουν τις εκκλησίες σε τζαμιά, να προσθέτουν καινούργια οικοδομήματα, για τις ανάγκες στέγασης των αξιωματούχων και των υπηρεσιών τους αλλά μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κατατυραννούσαν και αποδεκάτιζαν τους Χριστιανούς του Μεγάλου Κάστρου. Αυτή η εποχή, η μέχρι το 1821, λέει ο Ξανθουδίδης «υπήρξεν η τρομερωτέρα περίοδος της Τουρκοκρατίας και καθ''όλην την νήσον και ιδία εις το Κάστρον. Ήτο η εποχή της αχαλίνωτου τυραννίας και οχλοκρατίας των Γενιτσάρων, δηλ. των ομαδικών βιαίων εξισλαμισμών, των φόνων, ατιμώσεων, αρπαγών και πάσης άλλης αδικίας κατά των Χριστιανών».
Αυτή την εποχή, μετά την πρώτη κατά των Τούρκων επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770) και την τραγική κατάληξή της στο Μεγάλο Κάστρο, αρχίζει ξανά ο ξεσηκωμός των Κρητικών που θα κρατήσει, με μικρά διαλείμματα, ολόκληρο το 19ο αιώνα και θα καταλήξει στην Αυτονομία της Κρήτης το 1898.
Είκοσι τζαμιά, πρώην Χριστιανικοί ναοί, δύο εκκλησίες, του Αγίου Ματθαίου και του Αγίου Μηνά, μία Αρμένικη εκκλησία και μία εβραϊκή συναγωγή αναφέρονται στο Ηράκλειο του 1818.
Τείχη, φρούρια, προμαχώνες έζωναν ακόμα και τότε το Μεγάλο Κάστρο, από ανατολή, νότο, δύση. Το λιμάνι, στα βορεινά της πόλης, είχε μετατραπεί σε ένα βρώμικο τέλμα, γεμάτο βούρκα, δυσοσμία και έντομα. Οι Τούρκοι είχαν κλείσει το κανάλι που άφηνε τη θάλασσα να «περνά» στο λιμάνι και να ανανεώνει τα νερά και χρειάσθηκε να βρεθεί το Ηράκλειο υπό μία σύντομη αιγυπτιακή κατοχή, (1822-1840), που άφησε πάρα πολλά κοινωφελή έργα στην Κρήτη... και τον καθαρισμό, «επισκευήν και εκβάθυνσην του ενετικού λιμένος».
Ο Μεγάλος Κούλες των Βενετών και ο Μικρός, κτισμένος από τους Τούρκους, εδέσποζαν στο μικρολίμανο, που πριν καθαριστεί μόλις χωρούσε είκοσι πλοία «δύο έως τριών χιλιάδων κανταρίων το καθένα».
Λιθόστρωτοι και καθαροί δρόμοι διέτρεχαν το κέντρο της πολιτείας της γεμάτης μαγαζιά, μικροεργαστήρια, λουτρά, φαρμακοπωλεία-ιατρεία, κρήνες και καφενεία.
Το 1821 έτος του Μεγάλου Ξεσηκωμού των Ελλήνων κατά των Τούρκων βρίσκει και τους Κρητικούς έτοιμους να πάρουν μέρος στον αγώνα για την αποτίναξη του ζυγού. Πολέμαρχοι, τουρκομάχοι, ο Βέργας, ο Καζάνης, ο ευρυμαθέστατος και ηρωικός Λόγιος, ο Συμιανός κ.α. ενοχλούσαν με τον ηρωισμό τους συχνά τους Τούρκους και τους δημιούργησαν ανησυχίες για τις επαναστατικές διαθέσεις των ραγιάδων. Η είδηση για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στην άλλη Ελλάδα έφτασε στην Ανατολική Κρήτη ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1821 (23-24 Ιουνίου), όταν κατέπλευσε στο Ηράκλειο ένα Τούρκικο πλοίο, που έφερνε και τα νέα του έξω κόσμου. Αυτή η είδηση ήταν αρκετή για να εξαγριώσει τους Τούρκους και να τους στρέψει κατά των χριστιανών κατοίκων της πόλης. Μέρες και νύχτες έσφαζαν, πυρπολούσαν, λεηλατούσαν το Ηράκλειο. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη σφαγή των Καστρινών της Τουρκοκρατίας «ο μεγάλος αρπεντές», όπως έμεινε στην ιστορία, με 800 χριστιανούς νεκρούς. Η πρώτη σφαγή αλλά όχι και η τελευταία αυτού του δραματικού αγώνα της Κρήτης. Το 1828 γίνεται ο αρπεντές του Αγριολίδη. Με την σφαγή 700 χριστιανών στο Ηράκλειο οι Τούρκοι εκδικήθηκαν τον φόνο του αιμοβόρου Αγριολίδη, δυνάστη και φονιά της Μεσαράς, από κρητικούς αρματωλούς. Η τρίτη και τελευταία εκατόμβη Χριστιανών στο Ηράκλειο έγινε στις 25 Αυγούστου 1898. Οι Τούρκοι αντέδρασαν βίαια στην απόφαση των Άγγλων να εγκαταστήσουν έλληνες υπαλλήλους στο τελωνείο του Ηρακλείου και ξέσπασαν στις συνηθισμένες βιαιότητές τους. Τριακόσιοι περίπου έλληνες «έμποροι και πρόκριτοι της πόλεως» 17 Άγγλοι στρατιώτες μαζί και ο υποπρόξενός τους Λυσίμαχος Καλοκαιρινός και μέλη της οικογένειάς τους δολοφονήθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο, την μαρτυρική πόλη που πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τα άγρια στίφη των Βαζιβουζούκων. Αυτή όμως η σφαγή, ο τρίτος μεγάλος αρπεντές του Ηρακλείου μέσα σε ένα αιώνα, αφύπνησε επί τέλους τις συνειδήσεις στην Ευρώπη, προκάλεσε την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της και τον τερματισμό της Τουρκικής τυραννίας σε ολόκληρη την Κρήτη.
Δεν ήταν όμως μόνο οι σφαγές των Χριστιανών και οι εμπρησμοί από τους αιμοβόρους Τούρκους που αποδεκάτιζαν και ερήμωναν την πόλη τον 19ο αιώνα. Δύο φοβεροί σεισμοί κατά την διάρκεια αυτού του πολυτάραχου αιώνα της Κρήτης συμπλήρωναν το θανατικό και την ερήμωση στο Ηράκλειο. Ο ένας σεισμός στις 5 Φεβρουαρίου 1810 κατέστρεψε τα δύο τρίτα της πόλης και προκάλεσε τον θάνατο τριών χιλιάδων περίπου κατοίκων της. Η «μαύρη πανώγλα» που τον ακολούθησε συμπλήρωσε τις καταστροφές της, την εξαφάνιση της ζωής από την πόλη. Ακόμα και οι πιο κεντρικοί της δρόμοι χορτάριασαν.
Πιο μεγάλος και πιο καταστρεπτικός ήταν ο σεισμός της 30ης Σεπτεμβρίου του 1856, που ισοπέδωσε το Ηράκλειο. Δεκαοχτώ μόνο από τις τρεις χιλιάδες εξακόσιες είκοσι οικίες της πόλης έμειναν όρθιες. «Εξερράγη εξ αυτού και πυρκαϊά αποτεφρώσασα 48 καταστήματα εις το Μεϊντάνι. Εφονεύθησαν εν τη πόλει 538 άνθρωποι και επληγώθησαν 637... Η πόλις την πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων και ξύλων και χωμάτων και ευκολώτερον εβάδιζε τις δια μέσου των οικιών παρά δια των οδών, αι οποίαι είχαν σκεπασθεί τελείως.»
Τον Μάη του 1822, οι λόγιοι Σύμβουλοι της σύντομης Αρμοστείας του Μιχαήλ Αφεντούλη ξαναθυμήθηκαν την αρχαία ονομασία του επινείου της Κνωσού, που κατά τους αρχαίους γεωγράφους λεγόταν Ηράκλειο και βρισκόταν απέναντι από την νήσο Δία. Στην προκήρυξη της προσωρινής πολιτείας της Μεγαλονήσου ονόμαζαν Ηράκλεια το ανατολικό ήμισύ της και το ίδιο όνομα έδωσαν στην κυριώτερη πολιτεία του το μέχρι τότε Μεγάλο Κάστρο. Η αναπαλαιωμένη ονομασία πέρασε από τα έγγραφα της επανάστασης στο στόμα και τα γραφτά των λογίων και των εμπόρων της πόλης, ακόμα και στα ελληνικά έγγραφα της Τουρκικής Διοίκησης μετά το 1869. Από τότε επικράτησε η ονομασία Ηράκλειο για να απογοητεύσει τον Ξανθουδίδη που έγραψε: «Άλλο όμως ζήτημα, εάν έπρεπεν όλως διόλου να μεταβληθεί το τόσον λαμπρόν μεσαιωνικήν ιστορίαν έχων Κάστρον και να λάβει το άσημον άλλως όνομα του ασήμου πολιχνίου Ηρακλείου». Αντίθετα ο καθηγητής Νίκος Τωμαδάκης βρήκε την ίδια ονομασία και στα βυζαντινά χρόνια και υποστηρίζει πως ορθώς η πόλη ξαναπήρε το παραδοσιακό της όνομα.
«Τι ήταν τότε, τα ολόπρωτα χρόνια του αιώνα μας, το Ηρακλειάκι; Το Μεγάλο Κάστρο!» που λέγανε. Πόσοι ήσαν οι «Καστρινοί; Είκοσι χιλιάδες πάνω-κάτω, και από αυτούς, οι μισοί Τούρκοι», ρωτά η θυγατέρα του Κάστρου Έλλη Αλεξίου κι απαντά με το γνωστό του στόμφο ο μεγάλος γιός του Νίκος Καζαντζάκης: «Το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν την εποχή εκείνη ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένο σε ένα ακρογιάλι της Κρήτης, κυματοδαρμένο από ένα ακατάπαυτα άγριο πέλαγος κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα, που σπατάλευαν όλη τους τη δύναμη σε καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας... Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο έναν άγιο, τον Αι-Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου...»