6.1 Εντοπισμός και ιεράρχηση αναγκών
Με βάση την ανάλυση και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1, η προτεινόμενη για ένταξη στο πρόγραμμα περιοχή παρουσιάζει τα εξής κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά:
Αντίστοιχα προβληματική παρουσιάζεται η περιοχή από άποψη περιβαλλοντικών συνθηκών:
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά οξύνονται και υπογραμμίζονται από τα χωρικά και και χρονικά δεδομένα:
Πρώτον, συγκεντρώνονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή (περιοχή Αγίου Μηνά-Αγίας Τριάδας-Καμινίων), υποσύνολο της πόλης του Ηρακλείου, που εκτιμάται ότι περιλαμβάνει σήμερα περί τους 20.000 κατοίκους (περίπου το 1/7 του πληθυσμού της πόλης). Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται στο σύνολό της, και ως προς όλους τους παραπάνω δείκτες, από εξαιρετικά έντονη διαφορά (προς αρνητική, προφανώς, κατεύθυνση) σε σύγκριση με τους μέσους όρους της πόλης του Ηρακελίου. Στο εσωτερικό της περιοχής οι αρνητικές συνθήκες είναι γενικευμένες, παρά τις κατά τόπους αιχμές (Αγιος Μηνάς: αποβιομηχάνιση, Αγ. Τριάδα: αλλοδαποί μετανάστες και τσιγγάνοι, Καμίνια: αυθαίρετη δόμηση, καταπάτηση δημόσιας γης) τόσο ως προς την οικονομική φυσιογνωμία όσο και ως προς το περιβάλλον.
Δεύτερον, η υποβάθμιση της περιοχής τείνει να αυξάνεται συνεχώς διαχρονικά, κάτι που συνεπάγεται αρνητικές τάσεις και αδυναμία αυτοδύναμης ανάκαμψης, που οδηγούν προοπτικά προς ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση.
Στο πλαίσιο των παραπάνω προβλημάτων, τα πλεονεκτήματα της περιοχής είναι δυσδιάκριτα. Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν. Μπορούν να συνοψιστούν σε δύο ομάδες:
Α) Εξωγενείς παράγοντες: Η περιοχή αποτελεί τμήμα της πόλης του Ηρακλείου, δηλαδή ενός από τα μεγαλύτερα και δυναμικότερα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Αν και υπό τις σημερινές συνθήκες η περιοχή έχει αποκοπεί από τη γενικότερη ανάπτυξη της πόλης, είναι να δημιουργηθούν στην περιοχή «πυρήνες» καινοτομίας και αναβάθμισης που θα λειτουργήσουν καταλυτικά και θα επιτρέψουν σε δεύτερη φάση την απορρόφηση από την αναπτυσσόμενη ευρύτερη πόλη πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων. Μια τέτοια προοπτική διευκολύνεται και από τη σχετικά μικρή απόσταση της περιοχής από το κέντρο της πόλης.
Το έναυσμα για τη δημιουργία αυτών των πυρήνων (και, συνεπώς, τη δευτερογενή θετική ανάκαμψη) μπορεί να προέλθει όμως μόνο μέσω παρεμβάσεων που θα σχεδιαστούν, υλοποιηθούν και-κατά βάση-χρηματοδοτηθούν από το δημόσιο (ελληνικό κράτος και Ευρωπαϊκή Ενωση) αφού η σημερινή ενδογενής δυναμική παρουσιάζεται εξαιρετικά υποτονική. Σημειώνεται ότι ορισμένες τέτοιες παρεμβάσεις ήδη προγραμματίζονται, σε θέσεις στον περίγυρο της περιοχής (όπως η δημιουργία «πόλου» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, για τους αγώνες ποδοσφαίρου, κλπ..), που αν και δεν επαρκούν από μόνοι τους για να κινητοποιήσουν ανορθωτικά την περιοχή, μπορούν να λειτουργήσουν συνεργητικά με ένα πρόγραμμα όπως το URBAN. Σημειώνεται επίσης η προοπτική δημιουργίας οδικού άξονα ταχείας κυκλοφορίας που θα διέρχεται από την περιοχή και θα συνδέει τόσο με το κέντρο της πόλης όσο και με το αεροδρόμιο. Η προοπτική αυτή ενέχει δυνατότητες, αφού θα βελτιώσει σημαντικά την προσπελασιμότητα και θα λειτουργήσει ως παράγοντας χωροθέτησης νέων δραστηριοτήτων και χρήσεων γης, αλλά ταυτόχρονα ενέχει και κινδύνους δημιουργίας περιβαλλοντικών οχλήσεων, που πρέπει να αντιμετωπιστούν εγκαίρως μέσω αστικού σχεδιασμού.
Β) Αν και περιορισμένοι, υπάρχουν και ορισμένοι ενδογενείς (ως προς την περιοχή) παράγοντες, μπου μπορούν να υποστηρίξουν μια στρατηγική αναζωογόννησης. Οι παράγοντες αυτές συμπεριλαμβάνουν την ύπαρξη ενός θαλασσίου μετώπου (σήμερα αναξιοποίητου, αλλά δυνητικά πολύτιμου κεφαλαίου για τον αστικό σχεδιασμό, την αναψυχή και τον τουρισμό), τη διατήρηση ενός παραδοσιακού και αντικειμενικά ενδιαφέροντος (αν και μη συντηρημένου, σήμερα) κτηριακού αποθέματος, στο οποίο πρέπει να προστεθούν και ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα παλαιά βιομηχανικά κελύφη, που προσφέρονται σαφέστατα προς επανάχρηση, όπως το κτήριο της παλαιάς ηλεκτρικής εταιρείας το οποίο προορίζεται για τη δημιουργία μουσείου φυσικής ιστορίας. Η ύπαρξη ή προοπτική δημιουργίας και άλλων πολιτιστικών υποδομών σε γειτνίαση με το τελευταίο δίνει, εξάλλου, τη δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου πολιτιστικών δραστηριοτήτων με οικονομίες κλίμακας. Τέλος, ακόμα και ορισμένα δομικά μειονεκτήματα όπως η κυριαρχία των ΠΜΕ (πολύ μικρών επιχειρήσεων) μπορεί υπό προϋποθέσεις να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, αφού οι ΠΜΕ μπορούν με τη διάθεση σχετικά μικρού μεγέθους πόρων (για κατάρτιση, αρχική ενίσχυση νέων επιχειρηματικών προσπαθειών κλπ.) να ανακτήσουν οικονομική δυναμική, βασιζόμενες στην ευελιξία τους, και παράλληλα να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης, πολύ ευκολώτερα από τις μεγάλες επιχειρήσεις, αφού είναι εντάσεως εργασίας και όχι εντάσεως κεφαλαίου.