(Στοιχεία Ιστορίας)
Μενέλαου
Γ. Παρλαμά
Προέδρου «Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών»
Η περιοχή του Ηρακλείου υπήρξεν η κύρια εστία του Πολιτισμού του Αιγαίου. Τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων βεβαιώνουν την ακμή της κατά την β'' χιλιετηρίδα π.Χ., ενώ την εκπολιτιστική επιρροή της επί ολοκλήρου του Αιγαίου επιβεβαιώνει κατά την α'' χιλιετηρίδα ο πιο αξιόπιστος μάρτυς, ο Θουκυδίδης: «Μίνως γαρ παλαίτατος ων ακοή ίσμεν ναυτικόν εκτήσατο και της Ελληνικής θαλάσσης επί πλείστον εκράτησε και των Κυκλάδων νήσων ήρξε τε και οικιστής των πλείστων εγένετο το τε ληστικόν καθήρει εκ της θαλάσσης...» (Ι, 4, 1-5).
Η διάπλωση του Κρητικού Πολιτισμού στα νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και η άνετη θαλάσσια συγκοινωνία σ''αυτό, ύστερα από την κατάλυση της πειρατείας από τον Μίνωα, είναι «δώρα» της Κρήτης και ειδικώτερα της περιοχής του Ηρακλείου. Βλαστός της, Μινωικής καταβολής, υπήρξε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός κατά την β'' χιλιετηρίδα, ενώ κατά την παράδοση, που αποκρυσταλλώνει ο Πλούταρχος, την αρετή της Σπάρτης της μεταφύτευσεν ο Λυκούργος από την Κρήτη κατά την α'' χιλιετηρίδα. Οι νόμου εξ άλλου της Γόρτυνος είναι η αρτιώτερη μορφή δικαίου κατά την αρχαϊκή εποχή στον ελληνικό χώρο. Αλλά και η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία η Ατλαντίς τοποθετείται στην Κνωσό, και αν ακόμη δεν είναι βάσιμη, υποσημαίνει θαυμάσια τον βαθμό της εκτίμησης των μελετητών προς την περιοχή του Ηρακλείου.
Την ελληνικότητα της
Κνωσού -και όλης της Κρήτης- μαρτυρούν από την β'' χιλιετηρίδα οι ενεπίγραφες
πινακίδες Β'', που είναι γραμμένες στην ελληνική γλώσσα, όπως αποκάλυψεν
ο Βέντρις. Και η ελληνικότητα αυτή παρέμεινε παγία παρά τις δεινές περιπέτειες
που πέρασεν έκτοτε η Κρήτη.
Οι περιπέτειες αρχίζουν κυρίως μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση, υπό την οποία
παρέμεινε μέχρι του δ'' αιώνος μ.Χ. Κατά την περίοδο αυτή το Ηράκλειο -ισχνό
υπόλειμμα της Κνωσού- χάνεται από την Ιστορία, αλλά αναπτύσσονται στην
περιοχή του δύο «μέγισται» πόλεις, η Γόρτυς και η Χερσόνησος, σε πρωτοφανή,
για την εποχή εκείνη, έκταση και ακμή, όπως μαρτυρούν, εκτός των συγγραφέων,
τα μεγαλοπρεπή τους ερείπια.
Από τον δ'' μ.Χ. αιώνα, η Κρήτη γίνεται τμήμα του Βυζαντινού Κράτους, ασπάζεται τον Χριστιανισμό και ακολουθεί τον ρυθμό της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Κων/πόλεως μέχρι του 827. Το έτος αυτό την καταλαμβάνουν οι Άραβες, που κτίζουν, στον ερημωμένο τότε χώρο της σημερινής πόλεως του Ηρακλείου, τον Χάνδακα. Επί 130 περίπου έτη ο Χάνδαξ αποβαίνει θρυλικός και γίνεται ο στόχος επανειλημμένων εκστρατειών του Βυζαντινού Κράτους, έως ότου, το 961, τον ελευθερώνει ο Νικηφόρος Φωκάς. Το γεγονός και οι απηχήσεις του υπάρχουν έντονα τόσο στους ιστορικούς της εποχής, όσο και στην ποίηση (Θεοδόσιος ο Διάκονος) -και ο Χάνδαξ, δηλαδή το Ηράκλειο, εμφανίζεται πάλι πρωταγωνιστής στην παγκόσμια, τότε, ιστορία.
Πρωτεύοντα, επίσης, ρόλο αναλαμβάνει η περιοχή του Ηρακλείου και κατά την επόμενη χιλιετηρίδα, επί Ενετοκρατίας (1210-1669). Στο Ηράκλειο-Κάντια τότε, όνομα που θα καλύψει για αιώνες και εκείνο ολόκληρης της Κρήτης - εδρεύει ο Δούκας της Κρήτης και μέσα σ''αυτό αναπτύσσεται αστικός βίος υψηλού επιπέδου και με τόσο έντονο το ελληνικό φρόνημα, ώστε ο «Ενετόκρης» Κορνάρος να γίνεται εκφραστής του, όπως απέδειξε ο καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου. Ίσχυσε δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο πασίγνωστος στίχος που εγράφη για την δύναμη της Ελλάδος να νικά τον σκληρό νικητή της:
Crecia capta ferum victorem vicit...
Εδημιουργήθηκαν έτσι πνευματικά έργα εφάμιλλα των αντιστοίχων της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Από το Ηράκλειο ξεκίνησε 25ετής «μάστορας» ο Θεοτοκόπουλος (όπως απέδειξε ο Μέρτζιος στο Α'' Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο), για να αντείνει την Ζωγραφική της Δυτικής Ευρώπης σε απρόσιτα ύψη.
Επί Ενετών το Ηράκλειο, υπό το όνομα Κάντια, αποκτά την φήμη της «πρώτης μετά την πρώτην» πόλεως της Ενετικής Δημοκρατίας. Τα Τείχη και το Λιμάνι του με τα εκατέρωθεν φρούρια (από τα οποία σώζεται ακόμη το ένα, ο λεγόμενος Μεγάλος Κούλες) ήσαν από τα ωραιότερα και οχυρότερα της Μεσογείου (λαμπρή «μακέτα» της μεσαιωνικής μορφής της πόλεως, σε κλίμακα 1:500, που κατεσκευάσθη από ειδικούς με αυστηρή προσήλωση στις πηγές, εκτίθεται σε ειδική αίθουσα του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης), ενώ τα μοναδικά σε τέχνη και ισχύν τείχητου προκαλούν και σήμερα τον θαυμασμό. Προ των τειχών αυτών θα αναχαιτισθεί η Τουρκική λαίλαπα το 1645. Πράγματι οι Τούρκοι, αφού εκυρίευσαν την υπόλοιπη Κρήτη, θα αγωνισθούν επί 24 ακόμη έτη για να καταλάβουν το Ηράκλειο. Και η κατάληψή του προσέλαβε τότε τέτοια σημασία, ώστε και μόνη η απλή μνεία των σχετικών ξένων εργασιών και βιβλίων να εκτείνεται σε πολυσέλιδο τεύχος! Πρωταγωνιστής, λοιπόν, πάλι και κατά την β'' μ.Χ. χιλιετηρίδα.
Αλλά και κατα την Τουρκοκρατία (1669-1898) ο ρόλος του Ηρακλείου υπήρξε σημαντικός. Στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου υπάρχει τουρκικός κώδικας του 1830, όπου αναγράφονται λεπτομερώς οι θυσίες της περιοχής του Ηρακλείου -αμετάφραστος δυστυχώς ακόμη. Γνωρίζουμε όμως και από άλλες πηγές την εις αίμα προσφορά της κατά το 1821. Παραθέτω αποσπάσματα από σχετικό «ενθύμημα»: «Εις την κατά το 1821 σφαγή ήσαν θύματα και ο Μητροπολίτης Γεράσιμος, οι Επίσκοποι Νεόφυτος Κνωσού, Ιωακείμ Χερσονήσου, Ιερόθεος Λάμπης και Ζαχαρίας Σητείας... Μόνον τον Μητροπολίτην εκαρατόμησαν, τους δε λοιπούς δι''όπλων και μαχαιριών εφόνευσαν. Όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν εις την Μητρόπολιν ουδείς εσώθη εξ αυτών. Τότε κάθε πρωί εσυνάζοντο εκεί και τους συνώδευεν ο τε Μητροπολίτης και οι Επίσκοποι εις τα τείχη και ειργάζοντο εις τα επάλξεις με ασβέστες και χώματα κατασκευάζοντες τα μετερίζια λεγόμενα. Ο Χερίφ Αγάς διέταξε τους εκ των διασωθέντων Χριστιανών εντός του Διοικητηρίου με καβάσηδεν συντροφευμένους και μετέφεραν τα πτώματα εις τα Σπιτάλια και τα μεν των Αρχιερέων έθαψαν εις μνήματα χωριστά, του Μητροπολίτου το ακέφαλον πτώμα εις του ναού το μέσον, τα δε επίλοιπα χίλια πτώματα έρριπτον εις πηγάδια και λάκκους...». (βλ. Μ. Γ. Παρλαμά, Ανάλεκτα, σ. 267).
Από τον νομό Ηρακλείου ανεδείχθη ο κορυφαίος ηγέτης Μιχάλης Κόρακας, ο οποίος, αφού ηγήθη έξι επαναστάσεων, απέθανε φτωχός κηπουρός στο χωριό του. Στο νομό του Ηρακλείου έγινε και η τελευταία μάχη του ''21 στο χωριό Κέραμος (χφ του Αρχαιολογικού Μουσείου υπ''αριθμ.61).
Κατά την Αιγυπτιοκρατία (1830-1840), το Ηράκλειο γίνεται πάλι σπουδαίο εμπορικό κέντρο που έλκει εμπόρους και από την άλλη Ελλάδα, τους «Ελληνοεμπόρους», οι οποίοι και θα επαναδώσουν στην πόλη το αρχαίο όνομα Ηράκλειον -το 1832- ύστερα από δεκαπέντε αιώνες... Παράλληλα, γίνεται και πνευματικό κέντρο, όπου θα εμφανισθεί ισχυρός πυρήνας φιλιστόρων, ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, από τον οποίον εβλάστησεν η ένδοξη δυάδα των αρχαιολόγων Ιωσήφ Χατζιδάκη και Στεφάνου Ξανθουδίδου, που, όταν θα τους γνωρίσει, στις αρχές του αιώνα μας, ο Κλεμανσώ, θα τους ονομάσει «λυσσασμένη αρχαιολογία» (archeologie enragee). Απ''αυτήν την «λύσσα» θα πηγάσει το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου...
Ραγδαία γενικά στάθηκε η πρόοδος της πόλεως, αφού έπαυσαν οι Επαναστάσεις και ιδρύθηκε η Κρητική Πολιτεία (1898). Παράλληλα με την οικονομική αναπτύσσεται και η πνευματική ζωή -και μάλιστα σε «επίπεδο πρωτεύουσας». Η έκδοση του «Ερωτόκριτου» το 1915 ήταν άθλος οφειλόμενος στον αφιλοκερδή όσο και λόγιο Στυλιανό Αλεξίου, αλλά και θεμελιώδες για την Ν.Ε. Φιλολογία επίτευγμα του Στεφάνου Ξανθουδίδου. Από την έκδοση αυτή, πράγματι, αρχίζει η επιστημονική έρευνα και η ορθή εκτίμηση της Κρητικής Λογοτεχνίας. Στο Ηράκλειο, εξ άλλου, θα εμπιστευθεί τους γιούς του ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να λάβουν την εγκύκλια μόρφωση στο Λύκειον «ο Κοραής», που έχει αρχίσει την λειτουργία του το 1905. Από το Ηράκλειο επίσης θα ξεκινήσει πλειάδα σπουδαίων λογοτεχνών, ανάμεσα στους οποίους -«αετός εν νεφέλαις»- και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Και στην πολεμοβριθή πρώτη εικοσαετία του αιώνος μας πρωταγωνιστικός, επίσης, υπήρξε ο ρόλος του Ηρακλείου. Από αυτό εξεκίνησε ο Μακεδονομάχος ηγέτης Γεώργιος Κατεχάκης -ο Καπετάν Ρούβας-, που θα είναι και ο πρώτος Έλληνας αρμοστής στην Πόλη το 1920.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη στάθηκε και η συμμετοχή του Ηρακλείου στην Μάχη της Κρήτης. Αφού υπέστη πολυήμερο συνεχή εξοντωτικό βομβαρδισμό, εδέχθη κύματα αλεξιπτωτιστών εξ Ανατολών, Δυσμών και Νότου. Ο λαός της πόλεως και των χωριών, επικουρούμενος από ολίγους στρατιώτες, κατά το πλείστον τραυματίες του Αλβανικού Μετώπου -οι πολλοί είχαν αποκλεισθή στην ηπειρωτική Ελλάδα-, κατόρθωσε να αποκρούσει και εν συνεχεία να εξουδετερώσει τους Γερμανούς. Την παραμονή της 29ης Μαϊου 1941 εκυριαρχούσεν η εντύπωση μέσα στο καθημαγμένο Ηράκλειο, ότι η Μάχη της Κρήτης είχε κερδηθή. Η κατάληψη όμως του αεροδρομίου στο Μάλεμε επέτρεψε στους Γερμανούς να αποβιβάσουν και να μεταφέρουν μηχανικίνητα τμήματα, να προωθηθούν ανέτως προς τα Ανατολικά και, τελικά, να κυριεύσουν το Ηράκλειο (βλ. Σχετική ομιλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ, που δημοσιεύεται στο 13ο τεύχος του περ. Παλίμψηστον).
Στην διάρκεια της Κατοχής στο Ηράκλειο οργανώθηκαν και έδρασαν ισχυρές ομάδες αντίστασης με πράγματι ιστορική δράση. Κορυφαία γεγονότα αυτής της αντίστασης είναι η πυρπόληση, την 6η Ιουνίου 1942, 14 αεροπλάνων στο οχυρότατο αεροδρόμιο του Ηρακλείου από ομάδα «κομάντος» με οδηγό τον καθηγητή του «Κοραή» ανθυπολοχαγό Κωστή Πετράκη (προσβολή που «ετιμώρησαν» οι Γερμανοί με τον τουφεκισμό 62 προκρίτων της πόλεως) και η απαγωγή του στρατηγού Κράϊπε, που δίκαια θεωρήθηκε ως το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο κατόρθωμα της Αντίστασης στην Ελλάδα...
Αυτός, σε γενικές γραμμές, στάθηκεν ο ρόλος της περιοχής του Ηρακλείου σ''όλη την διάρκεια της Ιστορίας της: ρόλος πρωταγωνιστικός.